Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(πάνοπλα ἀμφιβλήματα

См. также в других словарях:

  • αμφίβλημα — ἀμφίβλημα, το (Α) [αμφιβάλλω] 1. είδος ενδύματος, μανδύας, επενδύτης 2. περίφρακτος χώρος, στοά 3. φρ. «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», πανοπλία, πλήρης εξοπλισμός …   Dictionary of Greek

  • πάνοπλος — η, ο / πάνοπλος, ον, ΝΜΑ οπλισμένος με όλα τα όπλα του, αυτός που έχει όλο τον απαραίτητο οπλισμό για μια μάχη («πάνοπλος Ἀργείων στρατός», Αισχύλ.) νεοελλ. μτφ. ο άριστα προετοιμασμένος για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης ή μιας περίστασης, ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»